- περιπλοκάς
- η, ΜΑβλ. περιπλοκάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπλοκάς — capreolus fem nom sg περιπλοκά̱ς , περιπλοκή twining round fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλοκή — η, ΝΜΑ [περιπλέκω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.) 2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ… … Dictionary of Greek
MISTURA — in Coronis Veterum varia. Harum enim quaedam ex uno, quaedam ex pluribus floribus nectebantur, Prioris generis fuêre, Antinoia, cyliston, iacche, Isthmia, lotina, melilotina, e myrto, e palma, pothos, struthia, tiliacea etc. Posterioris… … Hofmann J. Lexicon universale
γαλατσίδα — Φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών. Είναι είδος αφάνας, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ευφορβία η ακανθόθαμνη. * * * η 1. οποιοδήποτε αγριόχορτο με γαλακτώδη χυμό 2. ονομασία διαφόρων φυτών τού γένους τού Ευφορβίου, τιθύμαλλος, φλόμος 3.… … Dictionary of Greek
περιπλοκάδα — Αναρριχητικό φυτό της οικογένειας των Ασκληπιαδιδών, γνωστό και ως περικοκλάδα. Έχει φύλλα αντίθετα και άνθη που εμφανίζονται κατά κύματα. Ο καρπός του είναι λοβός με πολυάριθμα, συνήθως, τριχωτά σπέρματα. Το φυτό αυτό χρησιμοποιείται κυρίως ως… … Dictionary of Greek